Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξενότροπος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ξενότροπος, επίθ.
  • Παράξενος, παράδοξος, αφύσικος:
    • τα μέλλοντα ξενότροπα γενήσεσθαι πράγματα (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 178).
  • Το ουδ. ως ουσ. = παραδοξότητα, αλλοκοτιά:
    • το του οράματος ξενότροπον (Παράφρ. Χων. 365
    • έκφρ. ως από ξενοτρόπου = προκ. για κ. που παρουσιάζεται με τρόπο παράξενο, ασυνήθιστο (πβ. Cupane 1995: 691):
      • (Λόγ. παρηγ. L 749).

[<επίθ. ξένος + ουσ. τρόπος. Η λ. τον 7. αι., σε σχόλ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξενότροπος -η -ο [ksenótropos] Ε5 : που μιμείται ξενικούς τρόπους: Ξενότροπα φερσίματα.

[λόγ. < μσν. ξενότροπος < ξενο- + τρόπ(ος) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες