Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξενόγλωσσος -η -ο [ksenóγlosos] Ε5 : που είναι γραμμένος, διατυπωμένος σε ξένη γλώσσα: Ξενόγλωσσο κείμενο. Ξενόγλωσσες επιγραφές. Ξενόγλωσσοι οδηγοί. || Ξενόγλωσση εκπαίδευση.
[λόγ. ξενο- + -γλωσσος]