Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεντύνω [ksendíno] -ομαι Ρ αόρ. ξέντυσα, απαρέμφ. ξεντύσει, παθ. αόρ. ξεντύθηκα, απαρέμφ. ξεντυθεί, μππ. ξεντυμένος : βγάζω τα ρούχα κάποιου· γδύνω. ANT ντύνω: Ξεντύθηκε και μπήκε στην μπανιέρα. || βγάζω τα ρούχα κάποιου για να του φορέσω διαφορετικά: ~ το παιδί για να το κοιμίσω. Ξεντυθήκαμε στις καμπίνες της πλαζ και πέσαμε να κολυμπήσουμε.
[ξε- ντύνω]