Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξενοφοβία η [ksenofovía] Ο25 : ο φόβος, η εχθρότητα προς τους ξένους ως φορείς πολιτιστικών επιδράσεων, που αντιμετωπίζονται από τους ντόπιους ως επικίνδυνες.
[λόγ. < νλατ. xenophobia ή μέσω του γαλλ. xéno phobie < xeno-, xéno- = ξενο- + -phobia, -phobie = -φοβία]