Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξενοδοχειακός -ή -ό [ksenoδoxiakós] Ε1 : που ανήκει σε ξενοδοχείο ή που έχει σχέση με αυτό: ~ εξοπλισμός. ~ υπάλληλος, ξενοδοχοϋπάλληλος. Ξενοδοχειακές επιχειρήσεις / μονάδες. Ξενοδοχειακή ανάπτυξη / υποδομή.
[λόγ. ξενοδοχεί(ον) -ακός]