Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξενοδοχείο το [ksenoδo
ío] Ο39 : οίκημα με επιπλωμένα δωμάτια, το οποίο λειτουργεί ως επιχείρηση και προσφέρει, με πληρωμή, στο κοινό ύπνο με ή χωρίς φαγητό: ~ A', B', Γ' κατηγορίας. ~ πολυτελείας. Iδιοκτήτης / διευθυντής ξενοδοχείου. || Δεν μπορέσαμε να βρούμε ~, ελεύθερο δωμάτιο σε ξενοδοχείο. || ~ το έχεις κάνει το σπίτι· έρχεσαι μόνο για έναν ύπνο το βράδυ. [λόγ. < ελνστ. ξενοδοχεῖον]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξενοδοχείον το· ξενοδοχειόν.
-
- α) Πανδοχείο, χάνι:
- (Φλώρ. 1230)·
- το ξενοδοχείον … να έχει σιμά του και λουτρόν να λούγονται οι ξένοι (Λίβ. Esc. 2971)·
- β) ξενώνας (ως κατάλυμα για ταξιδιώτες, αρρώστους, φτωχούς):
- να κτίσουσιν εις την Ιερουσαλήμ … ξενοδοχείον διά τους προσκυνητάδες (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 145).
[μτγν. ουσ. ξενοδοχείον. Ο τ. στο Somav. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- α) Πανδοχείο, χάνι: