Παράλληλη αναζήτηση
59 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξενο- [kseno] & ξενό- [ksenó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. I. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. αναφέρεται στους ξένους, αφορά τους ξένους σε αντιδιαστολή με τους Έλληνες· (πρβ. ελληνο-2): ξενόγλωσσος, ~κίνητος, ~λατρία, ~μανής, ~φοβία. 2. αναφέρεται, αφορά, προορίζεται για ξένους, για αγνώστους: ~δοχείο, ~δόχος. || με β' συνθετικό ρήμα: ~δουλεύω, ~κοιμάμαι, ~πλένω. II. σε επιστημονικούς όρους: (βοτ.) ~γαμία, γονιμοποίηση με γύρη από άλλο φυτό. (βιολ.) ~γένεση, ~μόσχευση· (ιατρ.) ~διαγνωστική· (ζωολ.) ~φόρος.
[I: αρχ. & λόγ. < αρχ. ξενο- θ. του επιθ. ξένο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ξενο-δόκος `που φιλοξενεί΄, ελνστ. ξενο-δόχος, μσν. ξενο-γυρισμένος, ξενο-γαμώ (ξενο-φοβία δες λ.)· II: λόγ. < διεθ. xeno- < αρχ. ξενο-: ξενο-γαμία < διεθ. xenogamy]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξενοαιχμαλώτισις η.
-
- ?Περιπλάνηση στα ξένα:
- (Λίβ. Sc. 3011).
[<ουσ. ξένη η ή ξένα τα + αιχμαλώτισις]
- ?Περιπλάνηση στα ξένα:
[Λεξικό Κριαρά]
- ξενοαφήγησις η.
-
- Διήγηση, εξιστόρηση που κάνει κάπ. ξένος:
- (Λίβ. Sc. 2401).
[<ουσ. ξένος + αφήγησις]
- Διήγηση, εξιστόρηση που κάνει κάπ. ξένος:
[Λεξικό Κριαρά]
- ξενογαμώ.
-
- (Το ενεργ. προκ. για άντρα· εδώ το παθ. προκ. για γυναίκα) έχω έξω του γάμου σεξουαλικές σχέσεις:
- (Σπαν. (Ζώρ.) V 617).
[<ξενο‑ + γαμώ. Πβ. ξενοπηδώ. Η λ. και σήμ.]
- (Το ενεργ. προκ. για άντρα· εδώ το παθ. προκ. για γυναίκα) έχω έξω του γάμου σεξουαλικές σχέσεις:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξενόγλωσσος -η -ο [ksenóγlosos] Ε5 : που είναι γραμμένος, διατυπωμένος σε ξένη γλώσσα: Ξενόγλωσσο κείμενο. Ξενόγλωσσες επιγραφές. Ξενόγλωσσοι οδηγοί. || Ξενόγλωσση εκπαίδευση.
[λόγ. ξενο- + -γλωσσος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξενογυρισμένος, μτχ. επίθ.
-
- Που έχει ταξιδέψει σε ξένους τόπους, κοσμογυρισμένος:
- (Ιμπ. (Lambr.) 593).
[μτχ. παρκ. του *ξενογυρίζω ως επίθ.]
- Που έχει ταξιδέψει σε ξένους τόπους, κοσμογυρισμένος:
[Λεξικό Κριαρά]
- ξενοδιαβάτης ο.
-
— Πβ. και ξενομπασάρης.
- Αυτός που έχει έρθει περαστικός από ξένο τόπο, ξενομερίτης:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [771]).
[<ουσ. ξένη η ή ξένα τα + διαβάτης]
- Αυτός που έχει έρθει περαστικός από ξένο τόπο, ξενομερίτης:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξενοδουλεύω [ksenoδulévo] Ρ5.2α : συνήθ. για γυναίκα η οποία εργάζεται με ημερομίσθιο ως οικιακή βοηθός σε διάφορα σπίτια ή ως καθαρίστρια σε γραφεία κτλ: Ξενοδουλεύει για να μεγαλώσει τα παιδιά της.
[ξενο- + δουλεύω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξενόδουλος -η -ο [ksenóδulos] Ε5 : που εξυπηρετεί ξένα συμφέροντα, συνήθ. μεγάλων και ισχυρών κρατών, που είναι υποταγμένος στη δική τους πολιτική: Ξενόδουλο καθεστώς. Ξενόδουλη πολιτική. || (ως ουσ., για πρόσ.) ο ξενόδουλος: Οι ξενόδουλοι πούλησαν την πατρίδα μας.
[λόγ. ξενο- + δούλ(ος) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξενοδοχειακός -ή -ό [ksenoδoxiakós] Ε1 : που ανήκει σε ξενοδοχείο ή που έχει σχέση με αυτό: ~ εξοπλισμός. ~ υπάλληλος, ξενοδοχοϋπάλληλος. Ξενοδοχειακές επιχειρήσεις / μονάδες. Ξενοδοχειακή ανάπτυξη / υποδομή.
[λόγ. ξενοδοχεί(ον) -ακός]