Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξενιστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξενιστής ο [ksenistís] Ο7 : (βιολ.) ζωικός οργανισμός στον οποίο ζει ένα παράσιτο.

[λόγ. < αρχ. ξενισ- (ξενίζω) `φιλοξενώ΄ -τής μτφρδ. γαλλ. hἄte ή αγγλ. host (διαφ. το ελνστ. ξενιστής `φίλος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες