Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξενιστής ο [ksenistís] Ο7 : (βιολ.) ζωικός οργανισμός στον οποίο ζει ένα παράσιτο.
[λόγ. < αρχ. ξενισ- (ξενίζω) `φιλοξενώ΄ -τής μτφρδ. γαλλ. hἄte ή αγγλ. host (διαφ. το ελνστ. ξενιστής `φίλος΄)]