Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξενισμός ο [ksenizmós] Ο17 : I.μίμηση ξένων τρόπων. || (ειδικότ.) η χρήση ξένης συντακτικής δομής σε μία πρόταση καθώς και ξένων λέξεων. II. (βιολ.) το φαινόμενο κατά το οποίο δύο είδη συμβιώνουν, το ένα ως παράσιτο και το άλλο ως ξενιστής.
[λόγ. ξέν(ος) -ισμός μτφρδ. ιταλ. forestie rismo(;) (πρβ. ελνστ. ξενισμός `παραξενιά΄, διαφ. το μσν. ξενισμός `ξενιτεμός΄, αρχ. ξενισμός `φιλοξενία΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξενισμός ο.
-
- Ξενιτεμός· απομάκρυνση, χωρισμός:
- (Φλώρ. 1122)·
- φλέγει μου … την καρδιάν ο ξενισμός της κόρης (αυτ. 1384).
[αρχ. ουσ. ξενισμός]
- Ξενιτεμός· απομάκρυνση, χωρισμός: