Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξενικός, επίθ.· ξένικος.
-
- 1) Προκ. για πρόσωπο
- α) που κατάγεται από ξένη χώρα:
- πραγματευτάδες ξενικούς από άλλην γην (Φλώρ. 914)·
- β) που κατοικεί σε άλλο τόπο:
- (Ασσίζ. 33828)·
- γ) που κατάγεται από άλλη χώρα και συνεπώς δε γνωρίζει όσα αφορούν τον τόπο στον οποίο βρίσκεται (εδώ με γεν.):
- ως ξενικός άνθρωπος δε του τόπου ερώτησα … (Χρον. Μορ. P 1583).
- α) που κατάγεται από ξένη χώρα:
- 2) Προκ. για πρόσωπο «τρίτο» (πβ. ξένος ουσ. 7):
- (Ασσίζ. 1539).
- 3) Προκ. για συμμαχικά ή μισθοφορικά στρατεύματα):
- ξενικά φουσσάτα (Ερμον. Ο 303).
- Το αρσ. ως ουσ. = αυτός που κατάγεται από ξένη χώρα, ο ξένος:
- … εφέραν ξενικούς διά την βλέπησιν του τόπου (Μαχ. 8816· 9632).
[αρχ. επίθ. ξενικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Προκ. για πρόσωπο
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξενικός -ή -ό [ksenikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που ταιριάζει σε ξένους: Ξενική προφορά. 2. που προέρχεται από μια ξένη χώρα: Ξενικά έθιμα. || (ως ουσ.): Θαυμάζει καθετί το ξενικό.
[λόγ. < αρχ. ξενικός `παράξενος΄]