Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξενίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξενίζω [ksenízo] -ομαι Ρ2.1 : αισθάνομαι έκπληξη, συνήθ. δυσάρεστη, παραξενεύομαι για κτ. που δε μου είναι οικείο, που δεν το περίμενα: Mε ξένισαν τα λόγια του. Δε με ξενίζει η συμπεριφορά του.

[λόγ. < ελνστ. ξενί ζω, αρχ. σημ.: `φιλοξενώ΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ξενίζω· μτχ. ενεστ. εξενίζοντα.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1)
        • α) Φιλοξενώ, περιποιούμαι ξένους:
          • Οπού πτωχόν εξένισεν Χριστόν γαρ θεραπεύει (Σπαν. (Ζώρ.) V 19
        • β) (σε μεταφ.):
          • μούσες, … στην κατοικιά του μοναχός (ενν. ο Ηρόδοτος) … είχε σας ξενίσει (Λίμπον. 94).
      • 2) Προκαλώ έκπληξη και θαυμασμό:
        • η εκκλησία αύτη … ξενίζει … και νουν και διάνοιαν (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 161).
      • 3) (Ενεργ. και μέσ.) αναλογίζομαι, σκέφτομαι κ. με έκπληξη και θαυμασμό:
        • Ξένισε και τον ποταμόν τόν λέγουσιν Αλφείον, … (Λίβ. (Lamb.) N 169
        • (μέσ.):
          • (Λίβ. Esc. 153).
    • Β́ (Αμτβ.) εκπλήσσομαι:
      • απήτις μας εγνώρισεν … είπε μας εξενίζοντα: «Τάχα και να 'σθ’ εκείνοι …;» (Απόκοπ. 384).
  • II. Μέσ.
    • Ά Αμτβ.
      • 1) Απορώ, παραξενεύομαι· εκπλήσσομαι, σαστίζω:
        • (Φλώρ. 111
        • τα πράματα του κόσμου, ως όσον πλιο τα μελετώ, ξενίζομαι ατός μου (Φαλιέρ., Ρίμ. 160· Φαλιέρ., Ιστ. 117
        • (με επόμ. την πρόθ. εις + αιτιατ.):
          • (Πηγά, Χρυσοπ. 235 (10)
          • Ξενίζομαι εις τον άνθρωπον οπού ουδέν πιστεύει κρίσιν και ανταπόδοσιν (Αλφ. 1466).
      • 2) Νιώθω έκπληξη και θαυμασμό· θαυμάζω:
        • εξενίστηκε από το θαύμα, έμεινεν άφωνος (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 445· Διήγ. Βελ. χ 301
        • (με επόμ. την πρόθ. εις + αιτιατ.):
          • όλοι εξενίζονταν εις τέτοιαν ευωδία (Ριμ. Απολλων. [1504]
        • (με υποκ. τις λ. νους, ψυχή):
          • (Αχιλλ. (Smith) N 383), (Λίβ. (Lamb.) N 784).
      • 3) Ξενιτεύομαι (πβ. IIΒ́5):
        • Ξενίζεται ο Ιμπέριος … διά τα λόγια … τά είπεν ο πατήρ του (Ιμπ. μετά στ. 188 χφ V κριτ. υπ).
    • Β́ Μτβ.
      • 1) Νιώθω απορία, περιέργεια, έκπληξη, ξάφνιασμα για κ.:
        • είς τ’ άλλου των εθώρει, Αδάμ το εξενίζετο κι η Εύα το ηπόρει (Χούμνου, Κοσμογ. 80
        • Ξενίζομαι τα λόγια σου (Ερωτοπ. 647· Λίβ. P 1779).
      • 2)
        • α) Νιώθω έκπληξη και θαυμασμό βλέποντας κάπ. ή κ.:
          • Θωρούσιν την οι καλογρές πάνυ ωραιωμένη, πολλά τηνε ξενίζουνται (Ιμπ. (Legr.) 642· Λίβ. N 2241
          • τον κόσμον εξενίζουμου, τ’ άνθη και τα καλά του (Απόκοπ. 18
        • β) θαυμάζω κάπ. ή κ.:
          • τους σκλάβους να ξενίζεσαι με τσ’ αργυρές μαχαίρες (Ριμ. Απολλων. [768]· Ιστ. πολιτ. 5114).
      • 3) Παρατηρώ, περιεργάζομαι κ. με απορία, έκπληξη και θαυμασμό:
        • εξενίζετο (ενν. ο Δάρειος) την φορεσίαν του Αλεξάνδρου (Διήγ. Αλ. G 2764· Λίβ. P 2747).
      • 4) Νιώθω έκπληξη και δέος ή φόβο καθώς αναλογίζομαι κ.:
        • (Χρησμ. I 46
        • Ξενίζομαι τον θάνατον (Νεκρ. βασιλ. 89).
      • 5) (Με γεν.) απομακρύνομαι από κάπ., αποχωρίζομαι (πβ. IIΆ3):
        • Ξενίζομαι … αδελφικού σου σπλάγχνους (Βέλθ. 49).

[αρχ. ξενίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες