Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεμυαλίζω [ksemnalízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.γοητεύω κπ. με παραπλανητικά λόγια ή με καμώματα και τον παρασύρω σε ενέργειες αντίθετες προς τη σύνεση και τη λογική· ξελογιάζω: Tον ξεμυάλισαν οι κακές παρέες. Ξεμυαλίζει τα κορίτσια. Kάποιος την είχε ξεμυαλίσει κι έφυγε μαζί του. 2. (μππ.) για κπ. που συμπεριφέρεται επιπόλαια και ανόητα, που έχει χάσει τα μυαλά του: Έλα εδώ, βρε ξεμυαλισμένη! Mη με πάρετε για κανέναν ξεμυαλισμένο.
[ξε- μυαλ(ό) -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεμυαλίζω.
-
- (Μτβ.) παρασύρω, ξελογιάζω:
- καλά και ήσουν και κυρά, ήσουν ξεμυαλισμένη. Ο νους σου εις τον έρωτα ήτον (Αιτωλ., Βοηβ. 311).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- α) άμυαλος, απερίσκεπτος:
- δεν έχεις στιγμήν μυελόν και … είσαι όλως διόλου ξεμυαλισμένος (Μπερτολδίνος 145)·
- β) ανόητος, μωρός:
- (Ροδινός 84)·
- να φανερωθούμεν διά δύο γίδια ξεμυαλισμένα (Μπερτολδίνος 131).
- α) άμυαλος, απερίσκεπτος:
[<στερ. ξε‑ + ουσ. μυαλό + κατάλ. ‑ίζω. Πβ. και μτγν. εκμυελίζω (L‑S, LBG). Τ. ‑μυε‑ στο Du Cange (‑ελλίζειν). Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- (Μτβ.) παρασύρω, ξελογιάζω: