Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεμπροστιάζω [ksebrostxázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) αποκαλύπτω δημόσια, μπροστά σε τρίτους, την αναξιότητα, τα σφάλματα ή την ατιμία κάποιου.
[ξε- μπροστ(ά) -ιάζω]