Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεμπουκάρω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεμπουκάρω [ksebukáro] Ρ6α : (οικ.) εμφανίζομαι αιφνίδια και ορμητικά, συνήθ. μέσα από ένα στενό άνοιγμα.

[μσν. ξεμπουκάρω < ξε- μπουκάρω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεμπουκάρω· εξεμπουκάρω.
  • (Ναυτ.) (μτβ. και αμτβ.) βγαίνω έξω (από κόλπο, στενό), εκπλέω:
    • η μπούκα όπου ξεμπουκάρεις τον κόρφον (Πορτολ. Α 20514
    • ξεμπουκάρεις το κανάλι (αυτ. Α 30510
    • (αμτβ.):
      • (αυτ. Α 8012).

[<στερ. ξε‑ + μπουκάρω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες