Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεμπερδεύω [kseberδévo] -ομαι Ρ5.2 : 1.ξεχωρίζω και τακτοποιώ κτ. που έχει μπερδευτεί· ξεμπλέκω. ANT μπερδεύω: Δεν μπορώ να ξεμπερδέψω αυτή την κλωστή. Ξεμπέρδεψέ μου, σε παρακαλώ, τα μαλλιά με τη βούρτσα. 2. (μτφ., οικ.) ξεκαθαρίζω και τακτοποιώ μια περιπλεγμένη υπόθεση ή ολοκληρώνω, τελειώνω κτ. κουραστικό και δύσκολο: Πήρα διαζύγιο και ξεμπέρδεψα. Nα ξεμπερδεύουμε, βρε αδερφέ, μ΄ αυτή τη δίκη! Ήθελα να ~ επιτέλους με τις σπουδές μου. || ~ με κπ., διαλύω οριστικά τη σχέση που είχα μαζί του: Ξεμπέρδεψα μαζί του μια και καλή. || τελειώνω τις δουλειές μου: Δεν ξέρω τι ώρα θα ξεμπερδέψω. Aν ξεμπερδέψεις νωρίς, πέρνα από το σπίτι. Ξεμπέρδεψες με το μαγείρεμα; || ξεμπέρδευε!, τέλειω νε: Ξεμπέρδευε να φύγουμε, γιατί είναι αργά. (άντε) να ξεμπερδεύουμε, (άντε) να τελειώνουμε: Πολύ χασομέρησα μαζί σου· άντε να ξεμπερδεύουμε. 3. (λαϊκ.) σκοτώνω κπ., τον βγάζω από τη μέση: Έμαθαν ότι θα τους κάρφωνε και τον ξεμπέρδεψαν.
[μσν. ξεμπερδ(ένω) < ξ(ε)- εμπερδένω (δες στο μπερδεύω) μεταπλ. -εύω κατά το μπερδεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεμπερδεύω.
-
- I. Ενεργ., μτβ.
- 1) Ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω·
- (εδώ τα νήματα κατά την ύφανση):
- Εκείνος οπού εμπέρδευσεν το πανίον ας το ξεμπερδεύσει (Μπερτόλδος 22).
- (εδώ τα νήματα κατά την ύφανση):
- 2) Ξεμπερδεύω, ελευθερώνω κάπ. που έχει πιαστεί σε κ.·
- (εδώ σε μεταφ.) απαλλάσσω κάπ. ή κ. από δυσκολίες, περιπλοκές, έγνοιες:
- (Ch. pop. 507)·
- το 'βγα μας τις να το ξεμπερδέψει; (Φαλιέρ., Ιστ. 392).
- (εδώ σε μεταφ.) απαλλάσσω κάπ. ή κ. από δυσκολίες, περιπλοκές, έγνοιες:
- 1) Ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω·
- II. (Μέσ.) ξεμπερδεύομαι, ξεσκαλώνω από κ. στο οποίο έχω πιαστεί:
- (Μπερτόλδος 22).
[<στερ. ξε‑ + μπερδεύω· πβ. ξεμπερδένω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- I. Ενεργ., μτβ.