Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεμπαρκάρω [ksebarkáro] & ξεμπαρκέρνω [ksebar
érno] Ρ6α : (ναυτ.) 1. για ναυτικό που δε συμμετέχει πια στο πλήρωμα ενός καραβιού ή που παύει να εργάζεται σε ένα καράβι. ANT μπαρκάρω: Aποφάσισα πια στο πρώτο λιμάνι να ~. 2α. αποβιβάζομαι: Nύχτα ξεμπαρκάραμε στη N. Yόρκη. β. αποβιβάζω επιβάτες ή ξεφορτώνω εμπορεύματα ή αποσκευές: Πρωί πρωί ξεμπαρκάραμε τους ταξιδιώτες. [ξε- μπαρκάρω, μπαρκέρνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεμπαρκάρω· ξεβαρκάρω· μέσ. ξηβαρκάρομαι.
-
- I. (Ενεργ.) βγάζω από το πλοίο στη στεριά, αποβιβάζω (φορτία ή πρόσωπα):
- ήλθε κάτεργον … κι εκεί εξεβαρκάρασι δυο θαυμαστές λουμπάρδες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 21218· 14911)·
- (με υποκ. καράβια):
- Εξεβαρκάρα (ενν. τα μπεργαντιά) το λαό (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3123).
- II. Μέσ.
- α) αποβιβάζομαι στη στεριά:
- να ξεμπαρκαρισθούν εις την άνωθεν χώραν (Μπερτολδίνος 114)·
- β) (σε μεταφ.):
- (Μπερτόλδος 80).
- α) αποβιβάζομαι στη στεριά:
[<στερ. ξε‑ + μπαρκάρω. Ο τ. ‑βαρ‑ στο Somav. και σε κυπρ. δημ. τραγ., όπου και το μέσ. ξηβαρκάρομαι. Η λ. και σήμ.]
- I. (Ενεργ.) βγάζω από το πλοίο στη στεριά, αποβιβάζω (φορτία ή πρόσωπα):