Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεμοντάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεμοντάρω [ksemondáro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) αποσυναρμολογώ, διαλύω μια κατασκευή ή ένα μηχανισμό. ANT μοντάρω: Πρέπει να ξεμοντάρεις την ντουλάπα.

[ξε- μοντάρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες