Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεμοντάρω [ksemondáro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) αποσυναρμολογώ, διαλύω μια κατασκευή ή ένα μηχανισμό. ANT μοντάρω: Πρέπει να ξεμοντάρεις την ντουλάπα.
[ξε- μοντάρω]