Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεμοναχιάζω [ksemonaxázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.παίρνω κπ. παράμερα, καταφέρνω να βρεθώ μόνος μαζί του μακριά από τους άλλους: Kατάφερα να τον ξεμοναχιάσω και να του μιλήσω. Προσπάθησε να την ξεμοναχιάσει και να τη φιλήσει. || παρασύρω κπ. σε απόμερο ή ερημικό μέρος: Ξεμονάχιαζαν τους ανύποπτους ξένους και τους λήστευαν. 2. (παθ.) απομακρύνομαι για λίγο σε απόμερο ή σε ερημικό μέρος: Συχνά ένιωθε την ανάγκη να ξεμοναχιαστεί για να σκεφτεί. Mερικά ξεμοναχιασμένα ζευγάρια. Ξεμοναχιάστηκε σε μια γωνιά κι έκλαψε. || Ένα ξεμοναχιασμένο δέντρο, μοναχικό. Στο πιο ξεμοναχιασμένο και ερημικό σημείο του κήπου, απόμερο.
[μσν. εξεμοναχιάζω < (ε)ξε- μονάχ(ος) -ιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεμοναχιάζω· μτχ. παρκ. εξεμοναχιασμένος.
-
- Ξεμοναχιάζω·
- εδώ η μτχ. παρκ. ως επίθ. = μόνος (εντελώς), εγκαταλειμμένος:
- (Πένθ. θαν. 79).
- εδώ η μτχ. παρκ. ως επίθ. = μόνος (εντελώς), εγκαταλειμμένος:
[<επιτ. ξε‑ + επίθ. μοναχός + κατάλ. ‑ιάζω. Η μτχ. στο Meursius (λ. εξεμοναχιάζειν και μοναχιάζειν). Η λ. και σήμ.]
- Ξεμοναχιάζω·