Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεμασκαρεύω [ksemaskarévo] -ομαι Ρ5.2 : (προφ.) αφαιρώ το προσωπείο κάποιου, αποκαλύπτω το ποιόν ενός ανθρώπου ή τις πραγματικές του προθέσεις.
[ξε- μασκαρεύω]