Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεμανταλώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεμανταλώνω [ksemandalóno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκότρ.) για πόρτα ή για παράθυρο, βγάζω, σύρω το μάνταλο και με επέκταση ξεκλειδώνω.

[ξε- μανταλώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεμανταλώνω.
  • Βγάζω το μάνταλο (από την πόρτα):
    • Την πόρτα εξεμαντάλωσε και βγαίνει (Ερωτόκρ. Ά 1561).

[<στερ. ξε‑ + μανταλώνω. Η λ. και σήμ. λαϊκ. (ΛΚΝ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες