Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεμαθαίνω [ksemaθéno] -ομαι Ρ αόρ. ξέμαθα, απαρέμφ. ξεμάθει (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) μππ. ξεμαθημένος : ξεσυνηθίζω κτ. που είχα μάθει να κάνω. ANT μαθαίνω: Ξέμαθε τη δουλειά και τώρα τον κουράζει. Δεν ξεμαθαίνονται εύκολα οι κακές συνήθειες. Έτσι όπως τον έχεις καλομάθει άντε να ξεμάθει τώρα.
[μσν. ξεμαθαίνω < ξε- μαθαίνω ή < αρχ. ἐκμανθάνω `μαθαίνω πλήρως΄ (ἐκ- > ξε-) με επικράτηση της αντ. σημ. και μεταπλ. κατά το μανθάνω > μαθαίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεμαθαίνω.
-
- 1) Ξεχνώ κ. που έχω μάθει, παύω να ξέρω:
- Τά μάθαινες εξέμαθες, τά 'ξευρες ήσφαλές τα (Ερωτόκρ. Γ́ 501· Β́ 2256).
- 2) Ξεσυνηθίζω:
- η πολυχρόνιος μοναξία … κάνει τον άνθρωπον να ξεμάθει την … αγάπην (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 112).
- 3) ?Χάνω κ. (που είχα συνηθίσει να έχω):
- Οι ανέγλυτες και δροσερές και ροδινές χλομιαίνου, σαν εις τον Άδη κατεβού όλα τα ξεμαθαίνου (Π. Ν. Διαθ. (Λαμπάκης) φ. 253v 16).
[<στερ. ξε‑ + μαθαίνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Ξεχνώ κ. που έχω μάθει, παύω να ξέρω: