Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεμέθυστος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεμέθυστος -η -ο [kseméθistos] Ε5 : που συνήλθε από μεθύσι, που ξεμέθυσε: Ποτέ δεν τον έβλεπες ξεμέθυστο.

[ξεμεθυσ- (ξεμεθώ) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες