Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξελόγιασμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξελόγιασμα το [kselójazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ξελογιάζω· ξεμυάλισμα: Tο ~ μιας γυναίκας. H θάλασσα είναι πειρασμός, ~. Tα ξελογιάσματα της νύχτας.

[ξελογιασ- (ξελογιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες