Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξελογιάζω [kselojázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.εμπνέω σε κπ. παράφορο έρωτα, ο οποίος τον παρασύρει συνήθ. σε ενέργειες αντίθετες προς τη σύνεση και τη λογική· ξεμυαλίζω: Tης ξελόγιασε τον άντρα. Ξελογιάστηκε μαζί της. Είναι ξελογιασμένος με μια μικρή. 2. ενθουσιάζομαι τόσο πολύ από κάτι, ώστε να αφήνω ελεύθερο τον εαυτό μου να το χαρεί χωρίς περιορισμούς: Tους ξελόγιασαν τα ελληνικά νησιά.
[μσν. ξελογιάζω < ξε- λόγι(α) -άζω ή ξε- λόγ(ος) -ιάζω]