Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξελέω [kseléo] Ρ (βλ. και λέω) αόρ. ξείπα : στις εκφράσεις λέω (και) ~, αναιρώ κτ. που δήλωσα, που υποσχέθηκα κτλ.: Είπα μια φορά και δεν το ~. Όλο λες και ξελές. είπα ξείπα!, αναίρεση προηγούμενης δήλωσης ή υπόσχεσης, παίρνω πίσω αυτό που είπα.
[ξε- λέω]