Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεκουτιαίνω [ksekutxéno] Ρ7.3α & ξεκουτιάζω [ksekutxázo] Ρ2.1α μππ. ξεκουτιασμένος : για άνθρωπο μεγάλης ηλικίας που αρχίζει να χάνει την πνευματική του διαύγεια· ξεμωραίνομαι: Ξεκούτιανε και δεν ξέρει τι λέει. || κάνω κπ. να ξεκουτιάνει, να αποβλακωθεί: Tον ξεκούτιαναν τα γεράματα.
[ξε- κουτ(ός) -ιαίνω, -ιάζω]