Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεκουράζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεκουράζω [ksekurázo] -ομαι Ρ2.1 : ANT κουράζω. 1. κάνω κπ. να αποβάλει την κούραση που αισθάνεται: Mε ξεκουράζει πολύ ο μεσημεριάτικος ύπνος. Λίγη τηλεόραση το βράδυ σε ξεκουράζει. Πήρε λίγες μέρες άδεια για να ξεκουραστεί. Ξάπλωσε λίγο να ξεκουραστείς. || Σταμάτα το διάβασμα, πρέπει να ξεκουράσεις λίγο τα μάτια σου. Tα απαλά χρώματα ξεκουράζουν το μάτι. 2. βοηθώ κπ., αναλαμβάνω ένα μέρος από τις δουλειές του ή σηκώνω ένα μέρος από τα σωματικά, οικονομικά ή άλλα βάρη, με τα οποία είναι φορτωμένος: Όταν μεγαλώσεις, θα ξεκουράσεις εσύ τους γονείς σου.

[ξε- κουράζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεκουράζω.
  • I. (Ενεργ.) ξεκουράζω, αναπαύω:
    • τα κουρασμένα μου τα μέλη να ξεκουράσω (Πιστ. βοσκ. V 1, 72).
  • II. Μέσ.
    • 1) Ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω:
      • να βάλου κάτου τ’ άρματα και να ξεκουραστούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3594.)>
    • 2) (Μεταφ.) ησυχάζω, ανακουφίζομαι:
      • εξεκουράστην από τα τόσα βάσανα (Παλαμήδ., Βοηβ. 1091).

[<στερ. ξε‑ + κουράζω. Η λ. στο Somav. (‑ομαι) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες