Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεκομμένος -η -ο [ksekoménos] Ε3 μππ. του ξεκόβω : 1.που έχει πάψει να έχει συχνή και καθημερινή επαφή, συναναστροφή, σχέση με κπ.· που απομακρύνεται από κπ.: Zει ~ από όλον τον κόσμο. 2. που έχει απομακρυνθεί από ένα οργανωμένο σύνολο, που έχει αποχωριστεί από τους άλλους: Προσπάθησε να μαζέψει τα ξεκομμένα πρόβατα. 3. (μτφ.) για καταστάσεις, γεγονότα ή έννοιες που έχουν αποσυνδεθεί: Δεν πρέπει να βλέπεις τα πράγματα ξεκομμένα από τον υπόλοιπο πολιτικό περίγυρο. (έκφρ.) ξεκομμένα πράγματα! ή (λαϊκ.) ξεκομμένη!, για κτ. που δεν επιδέχεται αντίλογο.
ξεκομμένα ΕΠIΡΡ χωρίς σύνδεση, χωρίς επαφή: Δεν μπορείς να δεις το ζήτημα ~. [μππ. του ξεκόβω]