Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεκληρίζω [kseklirízo] -ομαι Ρ2.1 : για έθνος, γενιά ή οικογένεια που αφανίζεται, που χάνεται ολοκληρωτικά χωρίς να αφήσει απογόνους: Θυμόταν εκείνη την τρομερή φωτιά που ξεκλήρισε όλο το χωριό. Ξεκληρίστηκε ολόκληρη οικογένεια σε τροχαίο. Ξεκληρισμένη γενιά.
[ξε- κλήρ(ος) -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεκληρίζω· ξηκληρίζω.
-
— Πβ. και ξακληρίζω, ξακληρώ.
- Ά (Μτβ.) στερώ από κάπ. την περιουσία του, τα αγαθά του:
- να τον ξηκληρίσεις από τα καλά του και δος τα άλλου (Μαχ. 51821).
- Β́ (Αμτβ.) χάνω τα παιδιά μου, μένω χωρίς απογόνους:
- μάννες … εξεκληρίσαν (Διακρούσ. 11519).
[<στερ. ξε‑ + ουσ. κλήρος + κατάλ. ‑ίζω. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- Ά (Μτβ.) στερώ από κάπ. την περιουσία του, τα αγαθά του: