Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεκλείδωτος -η -ο [kseklíδotos] Ε5 : που δεν τον έχουν κλειδώσει: Άφησε την πόρτα ξεκλείδωτη.
ξεκλείδωτα ΕΠIΡΡ: Έφυγε και άφησε ~. [ξεκλειδώ(νω) -τος]