Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεκλήρισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεκλήρισμα το [kseklírizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ξεκληρίζω: Tο ~ μιας ολόκληρης οικογένειας. Tο ~ των Εβραίων, γενοκτονία.

[ξεκληρισ- (ξεκληρίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες