Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεκινώ [ksekinó] & -άω Ρ10.1α : 1.αρχίζω να κινούμαι από κάποιο σημείο και προς ορισμένη κατεύθυνση· αναχωρώ: Ξεκίνησε το πλοίο / το τρένο. Πήδηξε στο λεωφορείο καθώς ξεκινούσε. Θα ξεκινήσουμε αύριο πρωί πρωί. Ξεκίνα πρώτος και θα σε προλάβω. Ξεκίνησα να γυρίσω πίσω. || Tην ώρα που ξεκίνησα να φύγω, ήρθε ο Γιώργος. 2. αρχίζω κτ., κάνω αρχή ενός πράγματος: Θα ξεκινήσουμε μαζί μια καινούρια δουλειά. Ξεκίνησες λάθος. Ξεκίνησε από το τίποτα / από το μηδέν. Tο φθινόπωρο θα ξεκινήσει μια καινούρια προσπάθεια για διοικητική αποκέντρωση. Ξεκίνησε την καριέρα του ως δημοσιογράφος. Ξεκίνησε να γράφει ένα μυθιστόρημα. Aυτός ξεκίνησε τον καβγά. || παίρνω κτ. ως αφετηρία: Πρέπει να ξεκινήσουμε από αυτά τα δεδομένα. Tο σημείο από το οποίο πρέπει να ξεκινήσει κανείς.
[μσν. ξεκινώ < αρχ. ἐκκινῶ (ἐκ- > ξε-)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεκινώ.
-
- Παρακινώ, προτρέπω:
- τούτος … φουσσάτον εξεκίνησε περίφημον Ελλήνων (Πόλ. Τρωάδ. 758)·
- η καρδιά με ξεκινά … να μάθω … (Θυσ. 151).
[<αόρ. του αρχ. εκκινέω. Βλ. και ξεκουνώ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]
- Παρακινώ, προτρέπω: