Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεκαρδίζομαι [ksekarδízome] Ρ2.1β : γελώ πάρα πολύ, γελώ με την καρδιά μου: Ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια με τα αστεία του. Tα παιδιά έβλεπαν την κωμωδία ξεκαρδισμένα από τα γέλια. Kάθε βράδυ το κοινό ξεκαρδίζεται με τα έξυπνα νούμερα της επιθεώρησης.
[ξε- καρδ(ιά) -ίζομαι]