Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεκίνημα το [ksekínima] Ο49 : το αποτέλεσμα του ξεκινώ. 1. η αναχώρη ση. 2. η αρχή: Kάναμε ένα καινούριο ~. Στο ~ της δουλειάς. Στο ~ της ζωής του συνάντησε πολλές δυσκολίες.
[ξεκινη- (ξεκινώ) -μα]