Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεκάλτσωτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεκάλτσωτος -η -ο [ksekáltsotos] Ε5 : που δε φορά ή που έχει βγάλει τις κάλτσες του: Γυρνάει ~ όλο το χειμώνα.

[ξεκαλτσώ(νω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες