Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεκάθαρος, επίθ.
-
- 1)
- α) Ευδιάκριτος, σαφής· (εδώ προκ. για όνειρο) «ζωντανό»:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [970])·
- β) (μεταφ.) διαυγής, ασυννέφιαστος:
- μέρα … ξεκάθαρη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [348]).
- α) Ευδιάκριτος, σαφής· (εδώ προκ. για όνειρο) «ζωντανό»:
- 2) Λαμπρός, φωτεινός:
- Αυγερινέ ξεκάθαρε (Θρ. Κων/π. διάλ. 25).
[<ξεκαθαρίζω υποχωρ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεκάθαρος -η -ο [ksekáθaros] Ε5 : πάρα πολύ καθαρός. 1α. που είναι σαφής, που δεν μπορεί να τον παρανοήσει ή να τον αμφισβητήσει κάποιος: H απάντησή του ήταν ξεκάθαρη. Είπε ένα ξεκάθαρο όχι, κατηγορηματικό. Ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι δε θα έκαναν καμιά υποχώρηση. Είναι ~ στις απόψεις του. Είναι ξεκάθαρες οι προθέσεις του, διαφανείς. || Tο όνειρό του είναι ξεκάθαρο, ερμηνεύεται πολύ εύκολα. β. που χαρακτηρίζεται από πνευματική διαύγεια: Tο πρωί το μυαλό είναι ξεκάθαρο. 2. που είναι ειλικρινής ή που δείχνει ειλικρίνεια: Mου είπε ξεκάθαρη την αλήθεια. Έχει ένα ξεκάθαρο βλέμμα που σε κάνει να του έχεις εμπιστοσύνη.
ξεκάθαρα ΕΠIΡΡ: Mίλα ~, χωρίς υπεκφυγές. [μσν. ξεκάθαρος < ξεκαθαρ(ίζω) -ος (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεκαθαροσύνη η.
-
- 1)
- α) Σαφήνεια, ευκρίνεια:
- Τούτο … θέλω πει με ξεκαθαροσύνη (Θησ. (Foll.) I 5)·
- β) διευκρίνιση, διασαφήνιση:
- Θες ξεκαθαροσύνην καλύτερη από τούτην; (Πιστ. βοσκ. V 5, 287).
- α) Σαφήνεια, ευκρίνεια:
- 2) (Συνεκδ., νομ.)
- α) εγγύηση, ασφάλεια:
- με κάθα του λογής ξεκαθαροσύνη να έχει … δουκάτα χίλια (Διαθ. 17. αι. 173· 163)·
- β) επικύρωση, εγκυρότητα:
- οδιά πλέα … ξεκαθαροσύνην ετουνού μου του τεσταμέντου … θέλω το σοττοσκριβέρει (Διαθ. 17. αι. 3300).
- α) εγγύηση, ασφάλεια:
[<επίθ. ξεκάθαρος + κατάλ. ‑σύνη. Η λ. και τ. εξ‑ σε έγγρ. 16.-17. αι.]
- 1)