Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεκάθαρα, επίρρ.
-
- Ολοκάθαρα, με σαφήνεια:
- μίλιε μου ξεκάθαρα, αν θες να σου γροικήσω (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [600]).
[<επίθ. ξεκάθαρος. Η λ. και σήμ.]
- Ολοκάθαρα, με σαφήνεια:
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεκαθάρα η.
-
- Διαύγεια, καθαρότητα της ατμόσφαιρας:
- παύτει όλος ο καπνός κι εγίνη ξεκαθάρα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 36217).
[<ξεκαθαρίζω υποχωρ. κατά τα ουσ. σε ‑άρα]
- Διαύγεια, καθαρότητα της ατμόσφαιρας: