Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεθυμαίνω [kseθiméno] Ρ7.2α μππ. ξεθυμασμένος : 1α.για υγρά ή στερεά τα οποία χάνουν τις πτητικές τους ουσίες: Ξεθύμανε η μπίρα. Ξεθυμασμένη κολόνια. β. για κάποια νοσηρή κατάσταση που αρχίζει να υποχωρεί: Ξεθύμανε το συνάχι. Ξεθύμαναν τα εξανθήματα. 2. (μτφ.) εκτονώνομαι από κάποιο πιεστικό συναίσθημα· δίνω διέξοδο στο θυμό, στην οργή ή στη λύπη μου: Tον έβρισα και ξεθύμανα. Δεν έχει πού να ξεθυμά νει. Άλλος του φταίει και σ΄ άλλον ξεθυμαίνει. Mην ξεθυμαίνεις (τα νεύρα σου) επάνω μου! Kλάψε να ξεθυμάνεις. || για συναίσθημα που χάνει την έντασή του: Ο θυμός του ξεθυμαίνει γρήγορα. || Ξεθύμανε ο καιρός, γαλήνεψε, ηρέμησε (για θύελλα, κακοκαιρία).
[μσν. ξεθυμαίνω < ελνστ. ἐκθυμαίνω (ἐκ- > ξε-) επιτατ. του αρχ. θυμαίνω `είμαι θυμωμένος΄, με επικράτηση της αντ. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεθυμαίνω.
-
- Ά Αμτβ.
- 1) Εκτονώνομαι· κατευνάζομαι, μαλακώνω:
- η απονιά σου, αφέντη μου, μ’ εμένα ας ξεθυμάνει (Ερωτόκρ. Δ́ 535· Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [376]).
- 2) (Προκ. για λάβα ηφαιστείου) δημιουργώ ρήγμα για να διαφύγω· εκτινάσσομαι:
- (Διήγ. πανωφ. 61).
- 1) Εκτονώνομαι· κατευνάζομαι, μαλακώνω:
- Β́ (Μτβ.) ξεσπώ, κάνω κ. να εκδηλωθεί βίαια και έτσι να εκτονωθεί:
- Τσι μάνητές μου βλέπεσαι μην ξεθυμάνω όλες απάνω σου, …! (Φορτουν. Γ́ 59).
[<αόρ. εξεθύμηνα του μτγν. εκθυμαίνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ά Αμτβ.