Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεθαρρεύω [kseθarévo] -ομαι Ρ5.2 : (οικ.) παίρνω θάρρος· (πρβ. αναθαρρεύω): Tα παιδιά ξεθάρρεψαν και άρχισαν να κολυμπούν στα βαθιά.H αδράνεια της αστυνομίας έκανε τους κλέφτες να ξεθαρρέψουν. Tώρα που αδυνάτισες, μην ξεθαρρέψεις και αρχίσεις πάλι το φαΐ. || αποκτώ οικειότητα: Όσο περισσότερο τον γνώριζε, τόσο και ξεθάρρευε μαζί του.
[ελνστ. ἐκθαρρ(ῶ) `παίρνω κουράγιο΄ μεταπλ. -εύω (ἐκ- > ξε-)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεθαρρεύω.
-
- 1) Αποκτώ θάρρος:
- άρχισαν οι άνθρωποι και ξεθαρρεύοντες ταξιδεύουσι την έξω θάλασσαν (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 28).
- 2) Έχω, δείχνω εμπιστοσύνη σε κάπ. (περισσότερο από όσο πρέπει):
- ο Μιχάλης … σ’ εκείνο πλανεμένος οπού ο Μπάστας έταξεν ήτον ξεθαρρεμένος (Παλαμήδ., Βοηβ. 1306).
[<αόρ. εξεθάρρησα του μτγν. εκθαρρώ· πβ. θαρρεύω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Αποκτώ θάρρος: