Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεζουμίζω [ksezumízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) 1. αφαιρώ το χυμό, το ζουμί από έναν καρπό· στύβω: Ξεζουμισμένα λεμόνια. || για καρπούς, όταν τους λείπει ή είναι λίγος ο χυμός τους: Ξεζουμισμένα πορτοκάλια / λεμόνια. 2. (μτφ.) εκμεταλλεύομαι κπ. υπερβολικά, τον εξαντλώ σωματικά ή οικονομικά: Tον ξεζούμισαν στη δουλειά.
[ξε- ζουμ(ί) -ίζω]