Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεζεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεζεύω [ksezévo] -ομαι Ρ5.2 : λύνω ένα ζώο από το ζυγό. ANT ζεύω: ~ τα άλογα / τα βόδια.

[μσν. ξεζεύω < ξε- ζεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεζεύω.
  • (Μεταφ. προκ. για συζύγους) χωρίζω (μτβ.):
    • ξέζευσε (ενν. το θανατικόν) τ’ ανδρόγυνα (Γεωργηλ., Θαν. 28).

[<στερ. ξε‑ + ζεύω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες