Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεδοντιάρης -α -ικο [kseδondjáris] Ε9 : (οικ.) που του έπεσαν τα δόντια· φαφούτης: Γέρος ~ / γριά ξεδοντιάρα, ξεδοντιασμένος. || για παιδάκι, την εποχή που αλλάζει τα δόντια του. || (ως ουσ.).
[ξε- δόντ(ι) -ιάρης]