Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεδιπλώνω [kseδiplóno] -ομαι Ρ1 : 1.ανοίγω τελείως κτ. που ήταν διπλωμένο: ~ το χάρτη / την εφημερίδα / το πακέτο. Mπορείτε να μου ξεδιπλώσετε, σας παρακαλώ, αυτό το ύφασμα; Ξεδίπλωσε την πετσέτα του και άρχισε να τρώει. || Tο πουλί ξεδίπλωσε τα φτερά του. Οι σημαίες ξεδιπλώνονται στον αέρα και κυματίζουν θριαμβευτικά. 2. (μτφ.) αναπτύσσω κτ. σε όλη του την έκταση: H θέα που ξεδιπλωνόταν μπροστά του ήταν μαγευτική. || Ξεδιπλώνει τη σκέψη του μεθοδικά και με ενάργεια.
[μσν. ξεδιπλώνω < ξε- διπλώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεδιπλώνω· εξεδιπλώνω.
-
- I. (Ενεργ.) ανοίγω, απλώνω κ. διπλωμένο·
- (εδώ) φρ. την ξεδιπλώνω (ενν. την κοιλιά μου) = χορταίνω:
- (Κατζ. Έ 516), (Στάθ. Β́ 192).
- (εδώ) φρ. την ξεδιπλώνω (ενν. την κοιλιά μου) = χορταίνω:
- IΙ. (Μέσ.) απλώνομαι, ξετυλίγομαι·
- (εδώ) ξεκουλουριάζομαι:
- ο όφης … διπλώνει, εξεδιπλώνεται (Πόλ. Τρωάδ. 660).
- (εδώ) ξεκουλουριάζομαι:
[<στερ. ξε‑ + διπλώνω. Η λ. στο Du Cange (‑ειν) και σήμ.]
- I. (Ενεργ.) ανοίγω, απλώνω κ. διπλωμένο·