Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεδιαλύνω [kseδjalíno] -ομαι Ρ8.1 παθ. αόρ. ξεδιαλύθηκα, απαρέμφ. ξεδιαλυθεί, μππ. ξεδιαλυμένος : 1.αποσαφηνίζω, ξεκαθαρίζω κτ. ασαφές, μια υπόθεση σκοτεινή και περίπλοκη: Προσπαθήσαμε να ξεδιαλύνουμε το μυστήριο / κάποια δύσκολα νοήματα. Πρέπει να ξεδιαλύνουμε αυτή την παρεξήγηση. Tώρα τα ξεδιαλύναμε όλα. || Δεν μπορώ να ~ τι λογής άνθρωπος είναι, να καταλάβω. 2. (οικ.) για όνειρο το οποίο επαληθεύεται: Είδες, ξεδιάλυνε / ξεδιαλύθηκε το όνειρό σου!
[μσν. *ξεδιαλύνω (πρβ. μσν. ξεδιαλύζω) < (ε)ξεδιαλύνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < (ε)ξε- αρχ. διαλύω `λύνω κάποια δυσκολία΄ (και μεταπλ. κατά το λύω > λύνω)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεδιαλύνω· εξεδιαλύνω· ξεδιαλύω· ξεδιλυώ.
-
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Ερμηνεύω, εξηγώ:
- (Γαδ. διήγ. 360)·
- όποιος … ευρεθεί τον στίχον να γροικήσει, καθώς αυτείνος έλεγε, να του το ξεδιαλύσει (Ριμ. Απολλων. [96])·
- β) (προκ. για όνειρο):
- (Ερωτόκρ. Δ́ 99), (Στάθ. Γ́ 242)·
- το ξεδιλυώ προς τον υγιό μου (Στάθ. Ά 246)·
- γ) αποσαφηνίζω, διευκρινίζω, ερμηνεύω:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 147)·
- εγώ (ενν. ο Θεός) … ξεδιαλύω και φανερώνω των ανθρώπων τους λογισμούς τους (Χριστ. διδασκ. 41).
- α) Ερμηνεύω, εξηγώ:
- 2) Μεταφράζω, ερμηνεύω:
- (Φαλιέρ., Θρ. 9).
- 3) Εξιστορώ διεξοδικά, περιγράφω:
- τ’ ανδραγαθήματά τους … ποιος άνθρωπος με στίχους του μπορεί να ξεδιαλύσει (Αχέλ. 1552).
- 4) Λύνω, ξεκαθαρίζω (διαφορές):
- (Φορτουν. Ιντ. β́ 16).
- 5) (Προκ. για μαλλιά) ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω:
- (Θησ. ΙΒ́ [543]).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1) Αποβαίνω, καταλήγω σε κ.:
- κάμε το, κυράτσα μου, … να ξεδιαλύνει σε καλόν η ερμήνεια η εδική μου (Ευγέν. 329).
- 2) (Προκ. για όνειρο)
- α) γίνεται φανερό, ξεκαθαρίζει τι δηλώνει:
- (Ερωτόκρ. Δ́ 213)·
- β) αποβαίνει σε, βγαίνει σε:
- (Ερωτόκρ. Δ́ 135)·
- γ) επαληθεύεται, βγαίνει αληθινό:
- (Ερωτόκρ. Δ́ 149).
- α) γίνεται φανερό, ξεκαθαρίζει τι δηλώνει:
- 3) Σημαίνω, ερμηνεύομαι:
- Τ’ όνομαν (ενν. Μωσής) εξεδιάλυνεν «εκ τα νερά εβγαλμένος» στην γλώσσαν την αιγυπτικήν (Χούμνου, Κοσμογ. 2049).
- 1) Αποβαίνω, καταλήγω σε κ.:
[<επιτ. ξε‑ + διαλύνω· πβ. και παλαιότ. εκδιαλύω (σχόλ., LBG). Ο τ. ‑διλυώ κατά τα λύνω - λυω, κλείνω - κλειω, κ.ά.· πβ. και ξεδιλιαίνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ά Μτβ.