Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεδιαλέγω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεδιαλέγω [kseδjaléγo] Ρ3α μππ. ξεδιαλεγμένος : 1.κάνω διαλογή, ξεχωρίζω τα καλά από τα σκάρτα. || (μππ.) που έχει απομείνει μετά το ξεδιάλεγμα· σκάρτος. 2. διαλέγω με βάση ορισμένα κριτήρια: Ξεδιάλεξε τα λεμόνια από τα πορτοκάλια! Ξεδιάλεξα μερικά ρούχα.

[μσν. ξεδιαλέγω < ξε- διαλέγω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεδιαλέγω.
  • 1) Επιλέγω, ξεχωρίζω:
    • εξεδιάλεξε τα κάλλια παλληκάρια (Αλεξ. 497· Αρμούρ. 62).
  • 2) Ελέγχω, υποβάλλω κάπ. ή κ. σε εξέταση, δοκιμάζω:
    • να ξεδιαλεχτούν τα λόγια σας αν αλήθεια μετά σας και αν όχι (Πεντ. Γέν. XLII 16).

[<επιτ. ξε‑ + διαλέγω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες