Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεδίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεδίνω [kseδíno] Ρ αόρ. ξέδωσα, απαρέμφ. ξεδώσει : διασκεδάζω προσπαθώντας να ξεφύγω από τις καθημερινές έγνοιες και τα βάσανα: Θέλω και εγώ να ξεδώσω λίγο. Πρέπει ο άνθρωπος να ξεδίνει πού και πού· ΣYN ΦΡ το ρίχνω έξω. ΦΡ ξεδίνει ο νους μου.

[μσν. ξεδίνω < ξε- δίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεδίνω· μτχ. παρκ. ξεδομένος.
  • Διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 24430).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = κυριευμένος από ερωτική επιθυμία:
    • ξεδομένη … και πολλά πεθυμισμένη (Συναξ. γυν. 1067).

[<επιτ. ξε‑ + δίνω· πβ. και εκδίδω. Η μτχ. παρκ. στο Somav. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες