Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεγυρίζω [ksejirízo] Ρ2.1α μππ. ξεγυρισμένος : (οικ.) 1. για κπ. που, έχοντας συνέλθει από κάποια αρρώστια ή ταλαιπωρία, φαίνεται πιο παχύς και πιο γερός: Ξεγύρισε το παιδί στην εξοχή. 2. (μππ.) συνήθ. για μερίδα φαγητού μεγάλη και περιποιημένη: Mου ΄φερε μια ξεγυρισμένη μερίδα πατσά. Kάναμε ένα ξεγυρισμένο φαΐ, φάγαμε πολύ και καλά. || (μτφ.): Θα σου δώσω μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα, αν το ξαναπείς!
[μσν. ξεγυρίζω < ξε- γυρίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεγυρίζω.
-
- Κατορθώνω να αντεπεξέλθω σε κ.:
- της ξενιτείας την δούλευσιν πώς εξεγύρισέν την (Ιμπ. 12).
[<ξε‑ + γυρίζω. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Κατορθώνω να αντεπεξέλθω σε κ.: