Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεγυμνώνω [ksejimnóno] -ομαι Ρ1 : 1α.γυμνώνω κπ. εντελώς: Ξεγυμνώθηκε και έπεσε στη θάλασσα. Ξεγύμνωσε τα μπράτσα του. || ντύνω κπ. με πολύ ελαφρά ρούχα, αφήνοντας ακάλυπτα τα περισσότερα μέρη του σώματος: Tο ξεγύμνωσες το παιδί και θα κρυώσει. Tο καλοκαίρι ξεγυμνώνονται οι γυναίκες. β. (οικ.) ληστεύω κπ. ή κτ.: Tου ξεγύμνωσαν το σπίτι οι λωποδύτες, το άδειασαν. || Οι κατακτητές ξεγύμνωσαν τα μουσεία, τα απογύμνωσαν. 2. (μτφ., προφ.) αποκαλύπτω τις κρυφές προθέσεις, τις αδυναμίες και τα ελαττώματα κάποιου· ξεβρακώνω2.
[μσν. ξεγυ μνώνω < ελνστ. ἐκγυμν(ῶ) -ώνω (ἐκ- > ξε-)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεγυμνώνω· εξεγυμνώνω· ξηγυμνώνω.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Γδύνω κάπ., του αφαιρώ τα ρούχα:
- (Θρ. Κων/π. B 121)·
- β) (μεταφ.):
- μέθη πολλούς επτώχυνε, πολλούς εξεγυμνώνει (Ιστ. Βλαχ. 2099)·
- γ) ληστεύω κάπ. αφαιρώντας του και τα ρούχα:
- οι ληστάρχοι με εξεγυμνώσανε (Μηλ., Οδοιπ. 639).
- α) Γδύνω κάπ., του αφαιρώ τα ρούχα:
- 2) (Προκ. για σπαθί) βγάζω από τη θήκη:
- (Διγ. Άνδρ. 39219).
- 3) (Προκ. για πτηνό) μαδώ τα φτερά, ξεπουπουλίζω:
- (Πουλολ. 566).
- 1)
- II. (Μέσ.) (μεταφ.) στερούμαι, χάνω:
- ευρίσκομαι … ξεγυμνωμένος παντελώς από παντοίαν ελπίδα (Θησ. Γ́ [244]).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1)
- α) Γυμνός:
- Αδάμ και Εύα στέκονται έξω ξεγυμνωμένοι (Βεν. 61)·
- β) μισόγυμνος:
- Οι μάννες οι ταλαίπωρες υπάν ξεγυμνωμένες (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 208).
- α) Γυμνός:
- 2) Φτωχός, που δεν έχει περιουσία:
- (Χρον. Μορ. H 5110).
- 1)
[<αόρ. του παλαιότ. εκγυμνόω (Ησύχ., L‑S, LBG). Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- I. Ενεργ.