Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεγράφω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεγράφω [kseγráfo] -ομαι Ρ4 : 1.διαγράφω κπ. από έναν κατάλογο. 2. (μτφ.) α. παύω να υπολογίζω και να βασίζομαι σε κπ. ή σε κτ.: Tον έχω ξεγράψει από συγγενή. Aυτή είναι για μένα μια ξεγραμμένη υπόθεση. (έκφρ.) ό,τι γράφει* δεν ξεγράφει. β. θεωρώ την κατάσταση της υγείας κάποιου ως απελπιστική, τον θεωρώ ετοιμοθάνατο: Ο γιατρός τον είχε ξεγράψει. Οι συγγενείς του τον είχαν πια ξεγραμμένο. || Έλειψε χρόνια στην Aμερική και οι δικοί του τον είχαν ξεγράψει, τον θεωρούσαν χαμένο.

[μσν. ξεγράφω < αρχ. ἐκγράφω (ἐκ- > ξε-)]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεγράφω.
  • Σβήνω κ. γραμμένο:
    • όσοι αμάρτευσαν εγώ (ενν. ο Θεός) θέλω τους ξεγράψει από το βιβλίον της ζωής (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 178r).

[<στερ. ξε‑ + γράφω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες