Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεγλιστρώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεγλιστρώ [kseγlistró] & -άω Ρ10.1α : (οικ.) καταφέρνω να ξεφύγω, να διαφύγω, να απαλλαγώ από κπ. ή από κτ. που μου είναι δυσάρεστο και ενοχλητικό: Πώς ξεγλίστρησε από την αστυνομία; Ήξερε να ξεγλιστρά μέσα από τις πιο δύσκολες ερωτήσεις. Mην προσπαθείς να ξεγλιστρήσεις!

[μσν. ξεγλιστρώ < ξε- γλιστρώ]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεγλιστρώ· εξεγλιστρώ.
  • Γλιστρώ (έξω)· ξεφεύγω (με επιδεξιότητα):
    • εξεγλιστρών εξέρχομαι γοργόν εκ του πυλώνος (Προδρ. IV 437).

[<πρόθ. (ε)ξ + εγλιστρώ (<εκλιστρώ, 12. αι., L‑S, ‑άω· βλ. και γλιστρώ). Η λ. στο Βλάχ. (‑γλυ‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες